- εκερσα
- ἔκερσα
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἔκερσα — κείρω kṛṇā´ti aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακερσεκόμης — ἀκερσεκόμης, ο (Α) 1. ο ακούρευτος, αυτός που διατηρεί μακριά, κυματίζουσα κόμη, ο πάντα νέος (γιατί οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική ηλικία) «Φοῑβος ἀκερσεκόμης» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134) 2. νεανίας, νέος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αμείρω — ἀμείρω (Α) στερώ, αφαιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. ἀμέρδω, και προήλθε από τον αόρ. άμερσα αναλογικά προς το σχήμα κείρω (ἔκερσα)] … Dictionary of Greek